Ανάμ

Ανάμ
(Annam). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (150.200 τ. χλμ.) της χερσονήσου της Ινδοκίνας, στο σημερινό κεντρικό Βιετνάμ, ανάμεσα στις περιοχές Τονκίν στα Β και Κοχίνκίνας στα Ν· η περιοχή εκτεινόταν περίπου σε 1.290 χλμ. κατά μήκος της ακτογραμμής της Νότιας Κινεζικής θάλασσας. Στο παρελθόν υπήρξε αυτοκρατορία με πρωτεύουσα τη Χουέ·το 1883 με τη Συνθήκη της Χουέ αναγνωρίστηκε ως γαλλικό προτεκτοράτο και μετά τον B’ Παγκόσμιοπόλεμο έγινε τμήμα του ελεύθερου κράτους του Βιετνάμ (1945-46). Μετά τον πόλεμο της Ινδοκίνας, η διάσκεψη της Γενεύης (1954) μοίρασε την περιοχή μεταξύ του Βόρειου και του Νότιου Βιετνάμ, ενώ σήμερα είναι μοιρασμένη σε διάφορες επαρχίες του ενωμένου κράτους του Βιετνάμ. Το έδαφός της είναι ορεινό στα N και στα Δ, και πεδινό στην ανατολική λωρίδα που βρέχεται από τη Νότια Κινεζική θάλασσα. Ο πληθυσμός της, Αναμέζοι κατά 85%, είναι συγκεντρωμένος στην εύφορη παράκτια περιοχή, ενώ στα βουνά ζουν ημιπρωτόγονες φυλές, όπως οι Μόι. Σπουδαιότερες πόλεις είναι η Χουέ (1.045.034 κάτ. το 1999), η Ντα Ναγκ (684.131 κάτ. το 1999), που είναι και το κυριότερο λιμάνι της περιοχής, η Βιν (1.091.973 κάτ. το 1999) και η Μπιν Ντιν (1.461.046 κάτ. το 1999). Οι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργία (ρύζι, ζαχαροκάλαμο και άλλα τροπικά προϊόντα) και την επεξεργασία αυτών των προϊόντων, καθώς και με την αλιεία. Στη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, οι κάτοικοι της Χουέ υπήρξαν μάρτυρες των πιο μακρών και βίαιων συγκρούσεων μεταξύ των Αμερικανών και του τοπικού στρατού (αρχές 1968), στη διάρκεια των οποίων σκοτώθηκαν τουλάχιστον 4.000 άμαχοι και καταστράφηκαν τα περισσότερα μνημεία της πόλης, ανάμεσά τους τα παλάτια και οι τάφοι των αρχαίων Αναμέζων βασιλιάδων. Η πόλη ανοικοδομήθηκε και απέκτησε αεροδρόμιο μεγάλης εμπορικής σημασίας. To εμπόριο κατά μεγάλο μέρος βρίσκεται στα χέρια των Κινέζων που ζουν στις κυριότερες παράλιες πόλεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Κοχινκίνα — (Cochinchina). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (68.600 τ. χλμ.) του νότιου Βιετνάμ, άλλοτε τμήμα της αποικίας της Γαλλικής Ινδοκίνας. Ορίζεται στα Δ από τον κόλπο της Ταϊλάνδης, Ν και ΝΑ από τη Νότια Κινεζική θάλασσα, ΒΑ από το Ανάμ και ΒΔ από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδοκίνα — (Indochina). Η ανατολικότερη από τις τρεις μεγάλες χερσονήσους της νότιας Ασίας. Περιλαμβάνεται μεταξύ της Ινδίας και της Κίνας (γι’ αυτό έλαβε και την ονομασία Ι.). Στα ΒΔ ορίζεται από την αλυσίδα Αρακάν και στα Β από το υψίπεδο του Γιουνάν.… …   Dictionary of Greek

  • μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… …   Dictionary of Greek

  • αναλφαβητισμός — Γενικά, σημαίνει την έλλειψη ικανότητας να διαβάζει και να γράφει ένας άνθρωπος τη μητρική του γλώσσα· ακριβέστερα, σύμφωνα με ορισμό της ΟΥΝΕΣΚΟ, είναι η κατάσταση του ατόμου που δεν ξέρει να διαβάζει ή να γράφει μια απλή και σύντομη έκθεση… …   Dictionary of Greek

  • προσαναμ(ε)ίγνυμι — Α [ἀναμ(ε)ίγνυμι] αναμιγνύω, ανακατεύω κάτι επιπροσθέτως …   Dictionary of Greek

  • συναναμίγνυμι — ΜΑ, και συναναμείγνυμι Α [ἀναμ(ε)ίγνυμι] 1. αναμιγνύω, ανακατεύω κάποιον ή κάτι με άλλους ή με άλλα («Ξενοφῶν καί τινας ἰδιώτας συνανέμειξε», Α θήν.) 2. παθ. συναναμίγνυμαι α) (για πρόσ.) έχω επικοινωνία, έχω σχέσεις («μὴ συναναμίγνυσθαι πόρνοις» …   Dictionary of Greek

  • Ουέ — Πόλη (209 043 κάτ.) του Βιετνάμ. Προφέρεται και Χουέ. Είναι χτισμένη στις όχθες του ομώνυμου ποταμού και σε μικρή απόσταση από τη Νότια θάλασσα της Κίνας. Οι κάτοικοί της ασχολούνται κυρίως με την υφαντουργία και τη μεταξουργία. Στην πόλη αυτή,… …   Dictionary of Greek

  • Πόλο, Μάρκο — (Marco Polo, Βενετία ή Κούρτσολα 1254 – Βενετία 1324). Ιταλός εξερευνητής. Γιος του Νικολό Πόλο, πλούσιου εμπόρου, που, μαζί με τον αδελφό του, Μανέο, έκανε συχνά εμπορικά ταξίδια στα λιμάνια του Εύξεινου Πόντου και της Ανατολικής Μεσογείου·… …   Dictionary of Greek

  • Τονκίνο — (Τονκίνγκ ή Τονγκκίνγκ στην αναμιτική). Ιστορικογεωγραφική περιοχή της Ινδοκίνας, που περιλαμβάνεται ολόκληρη στη Λαϊκή Δημοκρατία του Βιετνάμ, του οποίου αποτελεί το βόρειο τμήμα. Έχει έκταση 115.000 τ. χλμ. και πληθυσμό πάνω από 20.000.000… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”